- δακτυλῖτις
- δακτῠλῖτις, ἡ,A = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακτυλίτις — η (Α δακτυλῑτις) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά αρχ. το φυτό αριστολοχεία η μακρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία τού φυτού οφείλεται στο σχήμα τής ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο] … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek